English |
||||||||||
Πανεπιστήμιο Τρεντ, Καναδά; Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου (UCL), Ηνωμένο Βασίλειο; Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΚΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων) υπό την αιγίδα του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα και του Υπουργείου Πολιτισμού |
||||||||||
Εισαγωγή Μέθοδοι Αποτελέσματα Downloads Ευχαριστίες |
Θραύσματα από αγγείο με οπές της Τελικής Νεολιθικής (πάνω) και σαλτσιέρα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού ΙΙ (κάτω). Φωτογραφίες: Lindsay Spencer. Προϊστορική Κεραμική
Ένα ευρύ φάσμα προϊστορικής κεραμικής εντοπίστηκε κατά το βάδισμα και την περισυλλογή κάνναβου της ΕΕΑ. Το συγκεκριμένο υλικό αποτελεί πρόκληση για δύο λόγους: α) περιλαμβάνει κυρίως χονδροειδή κεραμική χωρίς διακόσμηση και β) δεν υπάρχει στο νησί ανεσκαμμένη προϊστορική θέση με ξεκάθαρη χρονολογική ακολουθία στην οποία να μπορούμε να βασίσουμε τις αναλύσεις μας. Πρέπει, επομένως, να κατανοήσουμε και να χρονολογήσουμε τα ευρήματα μέσω της ανάπτυξης μιας τυπολογίας χονδροειδούς κεραμικής, η οποία να βασίζεται σε λεπτομερή μακροσκοπική παρατήρηση, πετρογραφική ανάλυση, συγκρίσεις με καλύτερα εμπεδωμένες ακολουθίες από γειτονικές περιοχές, όπως τα Κύθηρα και η Δυτική Κρήτη, καθώς και στην απόδοση ιδιαίτερης προσοχής στις διαφοροποιήσεις εντός των διασπορών στο νησί (για την ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα τέτοιου είδους προσεγγίσεων στο νοτιοδυτικό Αιγαίο, καθώς και παραέξω, βλ. Moody et al. 2003: 39-44; Kiriatzi 2003: 124-126). Η Lindsay Spencer και ο Andrew Bevan (UCL) μελέτησαν το υλικό μακροσκοπικά και στη συνέχεια η Αρετή Πεντεδέκα και η Ευαγγελία Κυριατζή (Εργαστήρι Φιτς, Βρετανική Σχολή Αθηνών). πραγματοποίησαν την πετρογραφική ανάλυση. Αναμένονται περαιτέρω αναλύσεις. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε κάποια προκαταρκτικά αποτελέσματα.
Χρονολογία και Σχήματα
Το πρωιμότερο χρονολογήσιμο όστρακο που έχει βρεθεί στο νησί είναι ένα αγγείο με οπές της Τελικής Νεολιθικής εποχής (βλ. εικόνα δεξιά), όμως υπάρχουν ενδείξεις για σημαντική δραστηριότητα στο νησί κατά την Τελική Νεολιθική έως Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι, όπως είναι μια χαρακτηριστική κεραμική ύλη με πυριτόλιθο (έχει βρεθεί και στα πρωιμότερα στρώματα αποθέσεων στο Καστρί στα Κύθηρα), μερικές παχιές βάσεις από βαθιά ευρύστομα αγγεία και ίσως κάποια όστρακα με κεραμική ύλη με πρόσμιξη ασβεστίτη. Υπάρχει μεγάλη ποσότητα υλικού από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙ, το οποίο περιλαμβάνει μια καλοδιατηρημένη κατατομή από σαλτσιέρα (βλ. εικόνα δεξιά), χαρακτηριστικούς τύπους από ανεστραμμένα χείλη βαθιών ευρύστομων αγγείων και εμπίεστη διακόσμηση με σχέδιο ψαροκόκαλου. Γενικά η πρώιμη αυτή κεραμική συμπληρώνει τα απολεπισμένα λίθινα ευρήματα και μαζί υποδηλώνουν σημαντική δραστηριότητα στο νησί σε αυτές τις χρονολογικές φάσεις (τα απολεπισμένα λίθινα ευρήματα αναδεικνύουν και μια πρωιμότερη, Ύστερη Νεολιθική φάση εκμετάλλευσης). Στα Αντικύθηρα υπάρχει και πρώιμη Μινωίζουσα κεραμική και υλικό που χρονολογείται στην Πρώτη Ανακτορική περίοδο (περίπου Πρώιμη Μινωική Ι – Μέση Μινωική ΙΙ). Ως τώρα, μόνο ένα διαγνωστικό όστρακο – ένα κύπελλο λεπτής κεραμικής με γωνίωση – μπορεί να χρονολογηθεί σίγουρα στην Πρώτη Ανακτορική περίοδο, αλλά μια σειρά ενδείξεων υποδηλώνουν ότι οι φάσεις αυτές εκπροσωπούνται έντονα στο νησί, παρά τη δυσκολία στον εντοπισμό χαρακτηριστικού διαγνωστικού υλικού. Για παράδειγμα, υπάρχουν ενδείξεις για εισηγμένη Κυθηραϊκή κεραμική με πρόσμιξη άμμου, κεραμικές ύλες με πρόσμιξη ασβεστίτη Κρητικού χαρακτήρα, και λεπτά, ωοειδούς τομής πόδια από τριποδικές χύτρες. Όλα αυτά πολύ συχνά συσχετίζονται με σύνολα πρώιμης Μινωίζουσας και Πρώτης Ανακτορικής περιόδου σε γειτονικές περιοχές. Χρειάζεται περαιτέρω μελέτη του υλικού, αλλά ακόμα και σε αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, οι ενδείξεις από τη χωρική του κατανομή αναδεικνύουν ενδιαφέρουσες οικισμικές αλλαγές κατά την περίοδο αυτή σε σχέση με τις προηγούμενες (Τελική Νεολιθική έως Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙ). Όσον αφορά την ακόλουθη Δεύτερη Ανακτορική περίοδο (Μέση Μινωική ΙΙΙ έως Ύστερη Μινωική Ι), υπάρχουν πιο ξεκάθαρες ενδείξεις για σημαντική οικισμική δραστηριότητα στα Αντικύθηρα. Αυτό υποδηλώνεται από την εισηγμένη Κυθηραϊκή κεραμική, χαρακτηριστική της Δεύτερης Ανακτορικής περιόδου, καθώς και από την πιθανή τοπική παραγωγή κεραμικής που μοιάζει με την Κυθηραϊκή, όπως βαθιά ευρύστομα αγγεία, τριποδικές χύτρες, και διάφορα μικρά αγγεία λεπτής κεραμικής, όπως κύπελλα Βαφειού και κωνικά κύπελλα. Υλικό υπάρχει αρκετό και από την Τρίτη Ανακτορική περίοδο (Μυκηναϊκή), με τουλάχιστον οκτώ ψηλά πόδια από κύλικες (πολλά με μια χαρακτηριστική οπή στο πάνω μέρος του ποδιού που είχε δημιουργηθεί πριν το ψήσιμο), μερικά χείλη από χαρακτηριστικά τριγωνοειδή βαθιά ευρύστομα αγγεία και πίθους με πλαστική εγχάρακτη διακόσμηση, χαρακτηριστική της περιοχής των Χανιών στη Δυτική Κρήτη. Και η μακροσκοπική και η πετρογραφική ανάλυση έχουν αρχίσει να ξεδιαλύνουν το τοπίο όσον αφορά την εισηγμένη κεραμική και την κεραμική τοπικής παραγωγής. Η εισηγμένη κεραμική υποδηλώνει τακτική επικοινωνία ανάμεσα στα Αντικύθηρα, τα Κύθηρα και τη Δυτική Κρήτη, ενώ υπάρχουν επίσης ενδείξεις για τη μεταφορά συγκεκριμένων παραδόσεων κεραμικής παραγωγής μεταξύ των περιοχών αυτών. Η πρακτική της χρήσης άμμου ως πρόσμιξη θεωρείται συνηθισμένη στην Κεντρική και ίσως και τη Δυτική Κρήτη. Παρόλο που δίνεται η εντύπωση ότι η (τοπική;) κεραμική ύλη με πρόσμιξη γωνιώδους άμμου ακολουθεί μια παρόμοια παράδοση επεξεργασίας πηλού, χρειάζεται γεωλογική δειγματοληψία και κατασκευή αντίγραφων ώστε να επιβεβαιωθούν αυτές οι υποθέσεις. Η χρήση διαφορετικών προσμίξεων για λαβές, πόδια από τριποδικές χύτρες και πλαστικές διακοσμητικές ταινίες εντοπίζεται σε αυτήν την μάλλον τοπική κεραμική, αλλά συνδέεται επίσης και με την Κρήτη και τα Κύθηρα. Παράλληλα, μια ιδιαίτερη κατηγορία κωνικού βαθιού ευρύστομου αγγείου με εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση στο εσωτερικό του εντοπίζεται πολύ συχνά στα Αντικύθηρα και φαίνεται να έχει σχέση με τη Δυτική Κρήτη (Christakis 2005: 19, ενώ απουσιάζει από τα κεραμικά σύνολα των Κυθήρων πιο βόρεια). Τέλος, η χρήση λαβής που «καρφώνεται» μέσα στο τοίχωμα του αγγείου είναι γνωστή και στην Κρήτη και στα Κύθηρα και εμφανίζεται και στην τοπική κεραμική των Αντικυθήρων. Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί ο εντοπισμός δύο δισκοειδών σφοντυλιών στα Αντικύθηρα, που υποδηλώνουν τη γνώση συγκεκριμένων Κρητικών πρακτικών ύφανσης και το γεγονός ότι η μετάδοση τεχνολογίας δεν περιοριζόταν μόνο στην παραγωγή κεραμικής. Ομάδες Κεραμικής Ύλης
Η κεραμική ύλη που συναντάμε πιο συχνά περιλαμβάνει πρόσμιξη γωνιώδους άμμου: σύμφωνα με τις έρευνές μας ως τώρα, φαίνεται να συμβαδίζει με τη γεωλογία του νησιού και πιθανώς να υποδηλώνει τοπική παραγωγή. Ορισμένες άλλες κεραμικές ύλες με πρόσμιξη πυριτόλιθου, κοπανισμένης κεραμικής, ιλυόλιθου ή/και ασβεστίτη, θα μπορούσαν ίσως να παράγονται τοπικά, αν και είναι συμβατές με τις γεωλογίες και τις συνταγές κεραμικής ύλης και από τις γειτονικές περιοχές. Χρειάζεται περισσότερη μελέτη υλικού πριν προχωρήσουμε σε πιο σαφή συμπεράσματα. Κάποιες κεραμικές ύλες είναι αναμφισβήτητα εισηγμένες, όπως οι κεραμικές ύλες με προσμίξεις άμμου, ιλυόλιθου ή με μίκα, που έχουν βρεθεί στα Κύθηρα, βόρεια των Αντικυθήρων (βλ. Kiriatzi 2003, Broodbank and Kiriatzi 2007: 249-6, Broodbank et al. 2005). Άλλες, όπως η κεραμική ύλη με πρόσμιξη φυλλίτη, και ίσως και η πιο πυκνή κεραμική ύλη με πρόσμιξη ασβεστίτη, μοιάζουν πολύ με αυτές που έχουν καταγραφεί στη Δυτική Κρήτη (βλ. Chandler 2001, Moody 1985, Moody et al. 2003) και μπορεί να προέρχονται από εκεί. Μια αρχική υπόθεση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι ότι η μισή, αν όχι περισσότερη, προϊστορική κεραμική είναι εισηγμένη στο νησί. Αυτό δε θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη, ειδικά αν υπολογίσει κανείς τη σχετική έλλειψη καλών τοπικών πηγών πηλού και τον σχετικά μικρό πληθυσμό που μπορεί να συντηρήσει το νησί. Σε ορισμένες μετέπειτα χρονολογικές φάσεις και ίσως σε κάποιες προϊστορικές φάσεις επίσης, είναι πιθανόν να μην παραγόταν καθόλου κεραμική στο νησί. Πραγματοποιείται περαιτέρω γεωλογική επισκόπηση ώστε να περιοριστεί το φάσμα πιθανών πηγών που θα ήταν προσβάσιμες στον Αντικυθήριο κεραμοποιό (για προσμίξεις, πηλό κλπ). Βιβλιογραφία
Broodbank, C. and E. Kiriatzi 2007 'The First "Minoans" of Kythera Revisited: Technology, Demography, and Landscape in the Prepalatial Aegean', American Journal of Archaeology 111: 241-74. Broodbank, C., Kiriatzi, E. and J.B. Rutter 2005 'From Pharaoh's Feet to the Slave-Women of Pylos? The History and Cultural Dynamics of Kythera in the Third Palace Period' in A. Dakouri-Hild and E. S. Sherratt (eds) Ace High: Studies Presented to Oliver Dickinson on the Occasion of His Retirement: 70-96. Oxford: Archaeopress. Chandler, G.M. 2001 'Comparative Petrographic Analysis of Sherds from five Minoan Sites in Western Crete', in Y. Bassiakos, E. Aloupi and Y. Facorellis (eds.) Archaeometry Issues in Greek Prehistory and Antiquity: 379-396. Athens: Hellenic Society of Archaeometry and Society of Messenian Archaeological Studies. Christakis, K. 2005 Cretan Bronze Age Pithoi: Traditions and Trends in the Production and Consumption of Storage Containers in Bronze Age Crete, Philadelphia: INSTAP Academic Press. Kiriatzi, E. 2003 ‘Sherds, Fabrics and Clay Source: Reconstructing the Ceramic Landscapes of Prehistoric Kythera’, in K. Foster and R. Laffineur (eds.), Metron: Measuring the Aegean Bronze Age. (Aegaeum 24): 123-29. University of Liège. Liège. Moody, J. 1985 ‘The Development of a Bronze Age Coarse Ware Chronology for the Khania Area of West Crete’, Temple University Aegean Symposium 10: 51-65. Moody, J., Lewis, H., Robinson, J. Francis, and L. Nixon 2003 'Ceramic fabric analysis and survey archaeology: The Sphakia Survey', Annual of the British School at Athens 98: 37-105. |