English Version
English
Πανεπιστήμιο Τρεντ, Καναδά; Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου (UCL), Ηνωμένο Βασίλειο; Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΚΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων)
υπό την αιγίδα του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα και του Υπουργείου Πολιτισμού
Thin sections of ASP pottery
Λεπτές τομές προϊστορικής κεραμικής από την ΕΕΑ. Φωτογραφίες: Α. Πεντεδέκα.
Κεραμική Πετρογραφία

Η μακροσκοπική ανάλυση της κεραμικής από την επιφανειακή έρευνά συνοδεύτηκε από μικροσκοπικές πετρογραφικές μεθόδους, ειδικά στην περίπτωση των λιγότερο διαγνωστικών πρώιμων φάσεων ανθρώπινης δραστηριότητας στο νησί. Μετά από παρόμοιες επιτυχημένες προσεγγίσεις στα γειτονικά Κύθηρα (για περαιτέρω πληροφορίες), στα πλαίσια της ΕΕΑ πραγματοποιήθηκε στενή συσχέτιση του αρχικού εντοπισμού των μακροσκοπικών ομάδων κεραμικής ύλης (από την Lindsay Spencer, UCL) με την επιλογή (από την ίδια) πιθανών «ενδεικτικών» οστράκων για δειγματοληψία. Επακολούθησε πρόγραμμα πετρογραφικής ανάλυσης από την Αρετή Πεντεδέκα και την Ευαγγελία Κυριατζή (Εργαστήρι Φιτς, Βρετανική Σχολή Αθηνών). Αυτή η συνδυαστική προσέγγιση είναι σημαντική και για χρονολογήσεις, αλλά και για την τοποθέτηση της κεραμικής μας ακολουθίας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Πιο συγκεκριμένα, διαφωτίζει με τρεις βασικούς τρόπους:

  1. επιβεβαιώνοντας τις ομάδες κεραμικής ύλης που εντοπίστηκαν μακροσκοπικά,
  2. εντοπίζοντας τα βασικά ορυκτολογικά συστατικά κάθε ομάδας κεραμικής ύλης, ώστε να προσδιοριστεί η συμβατότητά τους με την εντόπια γεωλογία ή να πιθανολογηθεί η εκτός νησιού προέλευσή τους, και
  3. διερευνώντας τη διαφοροποίηση μεταξύ ομάδων κεραμικής ύλης, που είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών επιλογών κατά την παραγωγή. Σε γενικότερες γραμμές, αυτό μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε τις στρατηγικές κεραμικής παραγωγής στο νησί και να εντοπίσουμε μεταβολές στις μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ Αντικυθήρων, Κυθήρων, ηπειρωτικής Ελλάδας και Κρήτης κατά την εποχή του Χαλκού, για την οποία συγκεντρώνεται ένα ολοένα μεγαλύτερο σύνολο συγκριτικού πετρογραφικού υλικού.

Συνολικά 175 δείγματα επιλέχθηκαν από το ευρύτερο προϊστορικό υλικό της ΕΕΑ για πετρογραφική ανάλυση. Όλα τα δείγματα θα υποβληθούν σε μικροσκοπική ανάλυση λεπτών τομών (χρησιμοποιώντας πολωτικό μικροσκόπιο Leitz Laborlux 12 POL) για ορυκτολογικό χαρακτηρισμό, διερεύνηση τεχνολογικών συνταγών προετοιμασίας και επεξεργασίας πηλού (δηλαδή προσμίξεις, θερμοκρασίες όπτησης), και πιθανό προσδιορισμό γεωγραφικής προέλευσης κάθε κεραμικής ύλης. Επίσης, η ύπαρξη συγκριτικού υλικού από τα Κύθηρα και τη Δυτική Κρήτη στο Εργαστήρι Φιτς επιτρέπει να γίνουν σημαντικές συγκρίσεις ανάμεσα στα Αντικύθηρα και τις γειτονικές περιοχές.

Παράλληλα με την ανάλυση των λεπτών τομών, κάθε δείγμα ψήθηκε ξανά σε οξειδωτικές συνθήκες στους 1000oC, σε κάμινο Naberthem L5/P. Η θερμοκρασία αυτή θεωρήθηκε πολύ υψηλότερη από τις αρχικές θερμοκρασίες όπτησης της κεραμικής που μελετάμε (σύμφωνα με την προκαταρκτική εξέταση των λεπτών τομών). Με την εξάλειψη του χρώματος που είχε αποκτήσει η κεραμική με την όπτηση κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να αναπτύξουμε μια συγκριτική των χρωμάτων ψημένης κεραμικής, που να αποτελεί μια επιπλέον διάσταση σε θέματα διαφοροποίησης κεραμικής ύλης, καθώς επίσης και γεωγραφικής προέλευσης.