English Version
English
Πανεπιστήμιο Τρεντ, Καναδά; Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου (UCL), Ηνωμένο Βασίλειο; Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΚΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων)
υπό την αιγίδα του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα και του Υπουργείου Πολιτισμού
Landscape and surface pottery in 3D
Άποψη των Αντικυθήρων, προς Νότο, με χαρτογραφημένη την πυκνότητα επιφανειακής κεραμικής (όλων των περιόδων) σε επίπεδο βαδιστή. Εικόνα: A. Bevan.
Κατανομή Οικισμών

Η σκιαγράφηση της ιστορίας της ανθρώπινης εκμετάλλευσης στα Αντικύθηρα συνιστά τον πρωταρχικό ερευνητικό στόχο της ΕΕΑ, και είμαστε σε θέση να παραθέσουμε εδώ κάποιες πρώτες παρατηρήσεις με βάση την πρώτη φάση μελέτης του υλικού από την επιφανειακή έρευνα.

Τα πρωιμότερα κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας στο νησί χρονολογούνται στην Ύστερη με Τελική Νεολιθική περίοδο (5η με 4η χιλιετία π.Χ.) και περιλαμβάνουν διαγνωστικές αιχμές από βέλη, καθώς και πολύ μικρές (κάτω των 0.25 εκτάριων) συγκεντρώσεις ευρημάτων από πυριτόλιθο και οψιανό. Μικρές ποσότητες κεραμικής που χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική και την πρώτη φάση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού συνδέονται με πολλές από αυτές τις συγκεντρώσεις (ενώ κάποια κατεργασμένα λίθινα ευρήματα υποδηλώνουν μια πρωιμότερη φάση Ύστερης Νεολιθικής για την οποία δεν έχει εντοπιστεί κεραμική), και πιστεύουμε ότι τα πιο πρώιμα στάδια αυτής της δραστηριότητας συνιστούσαν μη μόνιμη παρουσία κυνηγών από την Κρήτη ή τα Κύθηρα. Στόχος εκμετάλλευσης αυτών των ομάδων μπορεί να ήταν τα αποδημητικά πουλιά (ίσως με δίχτυα) καθώς και εγχώρια ή εισηγμένα ελάφια ή/και κατσίκια, πιθανότατα με τη χρήση βελών. Υποψιαζόμαστε την ύπαρξη μιας ενδιαφέρουσας σειράς συσχετίσεων ανάμεσα στις πρώιμες αυτές θέσεις και το οικολογικό τους περιβάλλον – πολλές βρίσκονται σε τοποθεσίες εύκολα προσπελάσιμες, κάποιες φορές πάνω σε πιθανές διαδρομές του νησιού, κάποιες φορές με καλύτερη ορατότητα της γύρω περιοχής ή/και με πρόσβαση σε στάσιμα νερά. Κάθε ένας από τους συγκεκριμένους παράγοντες χρειάζεται περεταίρω διερεύνηση για να επιβεβαιωθεί. Παρόλα αυτά, μια τέτοια κατανομή χρήσης γης μπορεί να υπήρχε ακόμα και στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. και πιθανώς το νησί να κατοικήθηκε μόνιμα μετά από τα γειτονικά Κύθηρα και τη Δυτική Κρήτη.

Η χρονολόγηση της πρώτης εμφάνισης ενός πιο μόνιμου οικισμού με άλλη διαμόρφωση δεν μπορεί να γίνει με ακρίβεια χωρίς περεταίρω μελέτη. Ίσως να προέκυψε κατά την δεύτερη φάση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (περίπου 2900-200 π.Χ.) ή αμέσως μετά. Είναι βέβαιο ότι είχε πλέον εδραιωθεί την πρώτη ανακτορική περίοδο (περίπου 1900-1750 π.Χ.) και διατηρήθηκε κατά τη δεύτερη και τρίτη ανακτορική περίοδο (περίπου 1750-1450 και 1450-1200 π.Χ.). Οι συγκεντρώσεις αυτές της Μινωικής και Μυκηναϊκής ανακτορικής περιόδου είναι μεγαλύτερες (συνήθως 0.25-0.5 εκτάρια), με σχετικά μεγάλη πυκνότητα και αποτελούμενο από υλικό που υποδηλώνει την ύπαρξη μόνιμων αγροικιών μια οικογένειας (με σποραδικές παραλλαγές που σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί οι τελικές μας ερμηνείες να είναι πιο αναλυτικές). Έχουμε καταγράψει 25 με 30 τέτοιες συγκεντρώσεις, διεσπαρμένες σε πιο αραιές ομάδες που αποτελούνται από δύο περισσότερες χωριστές συγκεντρώσεις (βλ. εικόνα 5). Σε κάθε περίπτωση, εντοπίζονται σε περιοχές του νησιού με τις πιο καλλιεργήσιμες εκτάσεις και φαίνεται πως οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ εκμεταλλεύονταν συγκεκριμένα εδάφη και τοπογραφικά χαρακτηριστικά, όπως καταβόθρες γεμάτες φλύσχη ή μαργαϊκές αλλουβιακές αποθέσεις σε ρηχά κανάλια που θα μπορούσαν να χτιστούν με αναβαθμίδες για την κατακράτηση χωμάτων και υγρασίας. Και σε αυτήν την περίπτωση χρειάζονται περαιτέρω αναλύσεις για την επιβεβαίωση ή απόρριψη αυτών των υποθέσεων.

Η επόμενη χρονολογική φάση με σαφείς ενδείξεις κατοίκησης παρατηρείται μια χιλιετία περίπου αργότερα, ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική εποχή (323-146 π.Χ. περίπου) όταν στο νησί δεσπόζει μια οχυρωμένη πόλη (περίπου 7 εκτάρια σε έκταση), η οποία βρίσκεται σε στρατηγική θέση στη βόρεια ακτή και ελέγχει το φυσικό, προστατευόμενο λιμάνι του Ξεροπόταμου. Οι αρχαίες πηγές αποκαλούν την πόλη και το νησί Αίγιλα και αναφέρονται στην πειρατική τους δραστηριότητα. Είναι γεγονός ότι η πόλη δεν βρίσκεται ιδιαίτερα κοντά στις καλύτερες γεωργικές εκτάσεις του νησιού, αλλά αντίθετα είναι σε καλή θέση ώστε να έχει πρόσβαση στους πολυσύχναστους Ελληνιστικούς θαλάσσιους διαδρόμους ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, και ανατολικά-δυτικά ανάμεσα στο Αιγαίο και την κεντρική Μεσόγειο. Η έρευνά μας ανέδειξε την παρουσία άλλων Ελληνιστικών συγκεντρώσεων στο νησί και η μελέτη τους θα επισημάνει κατά πόσο αποτελούν μικρότερα κοινωνικά σύνολα αγροτικού χαρακτήρα, ή ανήκουν στη διοικητική και οικονομική διάταξη της οχυρωμένης πόλης. Η λεηλασία της πόλης από τους Ρωμαίους το 64 π.Χ. περίπου προκάλεσε δραματική μείωση της δραστηριότητάς τους και δεν εντοπίζουμε άλλες παρόμοιες ποσότητες επιφανειακού υλικού στην περιοχή μέχρι την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (περίπου 5ο-7ο αιώνα μ.Χ). Στην περίοδο αυτή χρονολογούνται 4-5 πυκνότερες συγκεντρώσεις υλικού, οι οποίες συνοδεύονται συχνά από μικρές ομάδες κιβωτιόσχημων τάφων της ίδια εποχής. Η κάθε συγκέντρωση υλικού βρίσκεται στη μέση μιας από τις πιο καλλιεργήσιμες περιοχές του νησιού. Οι περισσότερες φαίνεται να είναι μικρές, αποτελούμενες από λίγες οικογένειες το πολύ, εκτός από αυτή που βρίσκεται πάνω από τα σημερινά Ζαμπετιανά και ίσως να πρόκειται για μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο. Κάποια Υστερορωμαϊκά ευρήματα από το λιμάνι του Ξεροπόταμου υποδηλώνουν ότι παραμένει σημαντικό και αυτήν την περίοδο. Όμως είναι πιθανό να μεγάλωνε και η σημασία του λιμανιού στον Ποταμό, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η χρήση του λιμανιού στον Ξεροπόταμο δυσχεραινόταν ολοένα και περισσότερο από έναν συνδυασμό τεκτονικών ανυψώσεων και αλλουβιακών αποθέσεων.

Prehistoric scatters
Άποψη των ιστορικών διασπορών κοντά στα Κατσανεβιανά: η προϊστορική κεραμική απεικονίζεται με κόκκινο (από την περισυλλογή κάνναβου) και πορτοκαλί (από το βάδισμα), ενώ τα κατεργασμένα θραύσματα οψιανού και πυριτόλιθου απεικονίζονται με μαύρο και άσπρο αντίστοιχα. Οι δύο διασπορές μπροστά φαίνεται να αποτελούν δύο Μινωικές αγροικίες της ανακτορικής εποχής. Εικόνα: A. Bevan.

Ασυνέχεια στην κατανομή οικισμών στο νησί παρατηρείται κατά τους επόμενους δύο αιώνες, η οποία ακολουθείται από μια νέα περίοδο εκμετάλλευσης κατά το 12ο αιώνα μ.Χ.. Στη περίοδο αυτή χρονολογείται ενδιαφέρον υλικό, το οποίο βρέθηκε σε ποικίλες τοποθεσίες στο νησί. Και σε αυτήν την περίπτωση, η μελέτη του υλικού βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, αλλά για τις χρονολογικές φάσεις που ακολουθούν έχουν εντοπιστεί λιγοστά ευρήματα, κάτι που υποδηλώνει ήπια δραστηριότητα (και ίσως λίγη αν όχι καθόλου κατοίκηση) μέχρι την τεκμηριωμένη επαναποίκηση του νησιού το 18ο αιώνα μ.Χ.. Αυτό το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας του νησιού χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα: κατά την κοινωνική μνήμη τουλάχιστον, ξεκίνησε με τη μορφή ενός σχετικά μικρού επεισοδίου εγκατάστασης μερικών οικογενειών στο νησί, που προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή των Χανίων στη Δυτική Κρήτη. Σημειώθηκε ανάπτυξη ως αποτέλεσμα εγχώριας πληθυσμιακής αύξησης και περαιτέρω εισροής πληθυσμού στο νησί κατά το 19ο αιώνα. Υπήρχαν πλέον μέχρι και δέκα μικροί οικισμοί, από λίγα σπίτια το καθένα, οι οποίοι συνήθως έπαιρναν το όνομα της ιδρύουσας οικογένειας. Η συσχετιζόμενη σύγχρονη κεραμική είναι διεσπαρμένη εκτενώς στο τοπίο, αλλά παρουσιάζει ενδιαφέρουσα λειτουργική διαφοροποίηση, με κάποια από τα επιτραπέζια αγγεία να εντοπίζονται πιο συχνά γύρω από τα σπίτια. Ο πληθυσμός άρχισε να λιγοστεύει τον 20ο αιώνα, σημειώνοντας ραγδαία μείωση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε σήμερα να μην ξεπερνάει τους 30 κατοίκους κατά τους χειμερινούς μήνες. Κατά κάποιον τρόπο, θα θέλαμε να δούμε εάν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της πρόσφατης αποίκησης και ευημερίας κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, και της παρακμής, μπορούν να μας δώσουν κάποιες πληροφορίες για άλλες πληθυσμιακές μεταβολές και ρυθμούς χρήσης γης στο νησί στο παρελθόν, ή αν αντίθετα εκφράζουν μη τυπικούς, ιστορικά απρόοπτους παράγοντες.

Μπορούμε να πούμε ότι σε μεγαλύτερη κλίμακα, υπάρχουν κάποιες περιορισμένες εκτάσεις με πιο γόνιμα εδάφη στο νησί, οι οποίες έχουν γίνει επανειλημμένα στόχος εκμετάλλευσης. Παρά το μικρό τους μέγεθος, τα Αντικύθηρα δημιουργούν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση διαφόρων μορφών επένδυσης κεφαλαίου μέσα στο τοπίο. Σε μικρότερες κλίμακες, είναι δυνατός ο εντοπισμός διαφοροποιήσεων όσον αφορά τις στρατηγικές διαβίωσης και επικοινωνίας. Επίσης, επενδύσεις κεφαλαίου όπως οι κατασκευή αναβαθμίδων, παρουσιάζουν επαναχρησιμοποίηση η οποία, βάσει των πρώτων μας χρονολογικών παρατηρήσεων, φαίνεται να διασχίζει κάποιες φάσεις εγκατάλειψης. Παρομοίως, στο επίπεδο θέσεων ατομικών οικισμών ή περιοχών δραστηριότητας, κάποιες φορές παρατηρούμε ίχνη ξεχωριστών φάσεων δραστηριότητας, που χωρίζονται από μεγάλα χρονικά διαστήματα, κάτι που υποδηλώνει ότι κάποια σημεία στο τοπίο απέκτησαν εντονότερη αίσθηση χώρου, παρόλο που συχνά το μόνο που τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι τα κατάλοιπα δραστηριότητας από το παρελθόν.